
Ο όσιος Ιωάννης ό Κουκουζέλης, ό επονομαζόμενος
«άγγελόφωνος» για την όντως αγγελική του φωνή, γεννήθηκε στο Δυρράχιο το
1270, στα χρόνια της βασιλείας των Κομνηνών.
Για την εξαίρετη φωνή του τον προσέλαβαν σε βασιλικό
σχολείο μουσικής. Ήταν εξαίρετος καί στο ήθος, γι' αυτό ό βασιλιάς τον
αγαπούσε υπερβολικά, καθώς καί όλοι οί άρχοντες. Ό ίδιος όμως, από φόβο
μήπως ή πρόσκαιρη δόξα του στερήσει την ουράνια αγαλλίαση, σχεδίαζε ν'
αναχωρήσει από τον κόσμο.

Ό θυρωρός της μονής τον ρωτάει:
Τί ζητάς καί ποια τέχνη γνωρίζεις;
Κι εκείνος, κρύβοντας την πραγματική του τέχνη για να μην τον ανακαλύψει ό βασιλιάς, άπαντα:
- Βοσκός είμαι καί ποθώ να γίνω μοναχός.
Ό ηγούμενος τον δέχθηκε, τον δοκίμασε για λίγο καιρό
καί αφού τον εκειρε μοναχό τον έστειλε στο βουνό να βόσκει τράγους.
Έτσι ό όσιος πραγματοποίησε τον πόθο του καί, εκτελώντας τη διακονία
του, προσευχόταν συγχρόνως απερίσπαστος μέσα στην αγαπημένη του ησυχία.
Μια μέρα έβοσκε τους τράγους σ' ένα ακρωτήριο.
Κοίταξε δεξιά κι αριστερά, βεβαιώθηκε πώς δεν υπάρχει κανένας, καί
άρχισε να ψάλλει έναν ύμνο με περισσή τέχνη καί κατάνυξη.

Το γεγονός αυτό δεν άργησε να το μάθει ό ηγούμενος.
Από τότε ό όσιος αξιοποίησε το σπάνιο χάρισμα του, ψάλλοντας στον δεξιό
χορό του καθολικού της Λαύρας. Ήταν Σάββατο του Ακάθιστου καί ό
Κουκουζέλης, αφού έψαλε με επιμέλεια τα ιδιόμελα καί τον κανόνα της
Θεοτόκου, αποκοιμήθηκε για λίγο από την κούραση, όρθιος στο στασίδι του.
Βλέπει τότε μπροστά του την Ύπεραγία Θεοτόκο καί ακούει τη γλυκεία φωνή
της:
Χαίρε Ιωάννη, παιδί μου. Ψάλλε μου καί δεν θα σ' εγκαταλείψω.

Από τότε ό όσιος Ιωάννης δεν έλειπε ποτέ από τον
δεξιό χορό, ψάλλοντας με προθυμία καί δοξολογώντας τον Κύριο καί τη
Μητέρα Του. Από τον πολύ κόπο καί την ορθοστασία σάπισε το πόδι του κι
έβγαζε μια δύσοσμη οσμή. Ή Παναγία όμως δεν τον εγκατέλειψε. Εμφανίζεται
πάλι καί του λέει:
- Από τώρα θα είσαι υγιής.
